χωλός

From LSJ
Revision as of 13:50, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωλός Medium diacritics: χωλός Low diacritics: χωλός Capitals: ΧΩΛΟΣ
Transliteration A: chōlós Transliteration B: chōlos Transliteration C: cholos Beta Code: xwlo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A lame in the feet, halting, limping, c. acc., χωλὸς δ' ἕτερον πόδα Il.2.217, cf. 9.503, Od.8.308, Hdt.5.92.β, S.Ph.486, 1032; χ. καὶ οὐκ ἀρτίπους Hdt.4.161; χ. τὼ σκέλει Ar.Th.24; also c. dat., σκέλει χωλός Plu.2.739b; χωλὸς ἀμφοτέροις Luc.Tim.20: later also of the hand, like κυλλός, χωλὸς τὴν χεῖρα Eup.343; χεῖρα χωλὴν ἕξειν Hp.Prorrh.2.1, cf. Pl.Lg.794e: of animals, X.Eq.1.5, etc.    II metaph., defective, φύσις Pl.Phd.71e; one-sided, Id.R.535d; βασιλεία Orac. ap. X.HG3.3.3.    2 of metre, esp. of the χωλίαμβος (q. v.), halting, μέτρον Heph.5.4, Demetr.Eloc.301; also of a trochaic metre, Aristid.Quint.1.25.    3 ἀείδειν χωλά, of a 'lame tale', Herod.1.71.

German (Pape)

[Seite 1386] (χα'Ω, χαλάω, eigtl. durch Erschlaffung der Muskeln u. Sehnen od. durch Verrenkung eines Gliedes gelähmt), lahm, hinkend; χωλὸς δ' ἕτερον πόδα Il. 2, 217; 9, 503. 18, 397 Od. 8, 308; Soph. Phil. 484. 1021; Eur. Cycl. 633; Plut. und sonst; später auch von der Lähmung der Hand, χωλὸς τὴν χεῖρα Eupol. bei Schol. Ar. Av. 1379, Suid. u. Poll. 4, 188. – Uebrtr., lahm, stumpf an Geist, unvollkommen, ἀνδρεία Plat. Legg. I, 634 a, vgl. Rep. VII, 536 a.

Greek (Liddell-Scott)

χωλός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «κουτσὸς», χωλὸς δ’ ἕτερον πόδα Ἰλ. Β. 217, πρβλ. Ι. 503, Ὀδ. Θ. 308, Ἡρόδ. 5. 92, 2, Σοφ. Φιλοκτ. 486, 1032· χ. καὶ οὐκ ἀρτίπους Ἡρόδ. 161· χ. τὼ σκέλη Ἀριστοφ. Θεσμ. 24· ὡσαύτως μετὰ δοτ., χωλὸς σκέλει Πλούτ. 2. 739Β· χωλὸς ἀμφοτέροις Λουκ. Τίμ. 20· ― ἀκολούθως καὶ ἐπὶ τῆς χειρός, ὡς τὸ κυλλός, χωλὸς τὴν χεῖρα Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 61· χωλὴν τὴν χεῖρα ἔχειν Ἱππ. Προρρ. 83C, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 794Ε· ― ἐπὶ ζῴων, Ξεν. Ἱππ. 1, 5. κλπ. ΙΙ. μεταφορ., ἀνάπηρος, ἀτελής, ἐλλιπής, Λατ. mancus, φύσις Πλάτ. Φαίδων 71Ε, Πολ. 535D, κ. ἀλλ.· βασιλεία ἐν Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3· χωλαίνων, ἀνώμαλος, μέτρον Δημ. Φαληρ. 301, ἐν λ. χωλίαμβος. ― Ἐπίρρ. -λῶς, χωλῶς ἐπιβαίνοντα σοφίας Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 563D. (Ἴσως συγγενὲς τῷ Σανσκρ. hval (utubare, vacillare), Ἀγγλ. halt, halling, Λατ. clodus, claudus, Polt Et. Forsch 1, σ. 265.)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 boiteux;
2 fig. mal équilibré, instable, chancelant.
Étymologie: DELG pas d’étym.

English (Autenrieth)

lame, halt.

English (Strong)

apparently a primary word; "halt", i.e. limping: cripple, halt, lame.

English (Thayer)

χωλη, χωλόν, from Homer down, the Sept. for פִּסֵּחַ, lame: τό χωλόν, ἐκτρέπω, 1). deprived of afoot, maimed (A. V. halt): Mark 9:45.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει χάσει το πόδι ή τα πόδια του, κουτσός
2. αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά επειδή έχει ελάττωμα στο πόδι ή στα πόδια
3. μτφ. ελλιπής, ελαττωματικός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χωλός
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που έχει παράλυτο χέρι, κουλός («χεῑρα χωλὴν ἕξειν», Ιπποκρ.)
2. (μετρ.) (για ιαμβικό τρίμετρο στίχο) αυτός που έχει σπονδείο στη δεύτερη, στην τέταρτη ή στην έκτη θέση.
επίρρ...
χωλῶς Μ
ελλιπώς, ελαττωματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. που εμφανίζει το επίθημα -λός τών επιθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (πρβλ. στρεβ-λός, τραυ-λός, τυφ-λός). Η σύνδεση της λ. με το ρ. χαλῶ παραμένει ανεπιβεβαίωτη].

Greek Monotonic

χωλός: -ή, -όν,
I. ανάπηρος στα πόδια, κουτσός, ακρωτηριασμένος, χωλὸς πόδα, σε Όμηρ.· χωλὸς ἀμφοτέροις (ενν. ποσί), σε Λουκ.
II. μεταφ., σακατεμένος, ελλιπής, ελαττωματικός, Λατ. mancus, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χωλός:
1) хромоногий, хромой Hom., Her., Soph.: χ. ἕτερον πόδα Hom. хромой на одну ногу; χ. τὼ σκέλη Arph. и χ. ἀμφοτέροις Luc. хромой на обе ноги;
2) увечный: κατὰ χεῖρας χ. Plat. с искалеченными руками;
3) несовершенный, порочный (φύσις Plat.; βασιλεία Xen., Plut.);
4) стих. хромающий (μέτρον).

Middle Liddell

χωλός, ή, όν
I. lame in the feet, halting, limping, χωλὸς πόδα Hom.; χωλὸς ἀμφοτέροις (sc. ποσί) Luc.
II. metaph. maimed, imperfect, defective, Lat. mancus, Plat., Xen.

Frisk Etymology German

χωλός: {khōlós}
Meaning: lahm, gelähmt, bes. am Fuß, hinkend (seit Il.).
Composita : Kompp., z.B. χωλόπους fußgelähmt (Man.), χωλόχειρος ‘hand- gelähmt’ (Hippon.).
Derivative: Davon χωλότης f. Lahmheit (Plu., Iul. u.a.) und mehrere Denominativa : 1. χωλεύω (ἀπο-) lahmen, auch lähmen (seit Il.) mit -εία f. (Pl. u.a.), -εύματα pl. (Hp.). 2. -όομαι (ἀπο-) lahm werden, lahmen, selten -όω lähmen (Hp., Th., Paus. u.a.) mit -ωσις, -ωμα (Hp.). 3. -αίνω, -ομαι (ὑπο-, συν-) lahm sein, werden (Hp., Pl., LXX, Pap. u.a.) mit -ανσις, -ασμα (sp.).
Etymology : Bildung wie στρεβλός, τυφλός (s.d.) usw., ohne Etymologie. Frühere Versuche bei Bq (abgelehnt). Oder zu χαλάω nachlassen, erschlaffen?
Page 2,1125