πόρνη

From LSJ
Revision as of 15:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρνη Medium diacritics: πόρνη Low diacritics: πόρνη Capitals: ΠΟΡΝΗ
Transliteration A: pórnē Transliteration B: pornē Transliteration C: porni Beta Code: po/rnh

English (LSJ)

ἡ,

   A harlot, prostitute, Archil.142, Ar.Ach.527, etc. (Prob.from πέρνημι, because Greek prostitutes were commonly bought slaves.)

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, Hure, feile Dirne, fem. von πόρνος; Archil. 26; Ar. Ach. 1056 Plut. 243 u. öfter; Ath. oft; ἄνθρωπος, Lys. 4, 9; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πόρνη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἀρχίλ. 131, Ἀριστοφ. Ἀχ. 527, κ. ἀλλ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ περνάω, ἐπειδὴ αἱ παρ’ Ἕλλησι πόρναι συνήθως ἦσαν ὤνιαι δοῦλαι).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
femme de mauvaise vie, prostituée.
Étymologie: πέρνημι.

English (Strong)

feminine of πόρνος; a strumpet; figuratively, an idolater: harlot, whore.

English (Thayer)

πόρνης, ἡ (from περάω, πέρνημι, to sell; Curtius, § 358), properly a woman who sells her body for sexual uses (cf. Xenophon, mem. 1,6, 13), the Sept. for זונָה;
1. properly, a prostitute, a harlot, one who yields herself to defilement for the sake of gain (Aristophanes, Demosthenes, others); in the N. T. universally, any woman indulging in unlawful sexual intercourse, whether for gain or for lust: πορνεία, b. and πορνεύω, 3), metaphorically, an idolatress; so of 'Babylon' i. e. Rome, the chief seat of idolatry: Revelation 19:2.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ-νη παράγεται από θ. πορ- του ρ. πέρνημι «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό -ο-), το οποίο πιθ. μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας με φωνήεν -ο- όπως στον αιολ. τ. πορνάμεν (βλ. λ. πέρνημι). Η λ. πόρνη πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ουσιαστικοποιημένο ρημ. επίθ. με επίθημα -nā (πρβλ. λίχ-νο-ς < λείχω) και αρχική σημ. «γυναίκα πουλημένη σε ξένη χώρα». Η λ. στη συνέχεια εξελίχθηκε στη σημ. «γυναίκα που πουλά, που προσφέρει το σώμα της σε άνδρες με χρηματική αμοιβή». Η άποψη ότι η λ. πόρνη είναι όνομα του τύπου τών ποινή, φερνή με σημ. «πώληση» — και όχι επίθ. — δεν θεωρείται πιθ. κυρίως από σημασιολογική άποψη. Για τη διαφορά της σημ. ανάμεσα στη λ. πόρνη και τις λ. εταίρα και παλλακή, βλ. λ. παλλακή.

Greek Monotonic

πόρνη: ἡ (πέρνημι), γυναίκα που εκδίδεται, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πόρνη: ἡ продажная женщина, блудница Arph. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόρνη -ης, ἡ [~ πέρνημι] hoer.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: prostitute, whore (IA.).
Compounds: Compp., e.g. πορνο-βοσκός m. procurer with -έω, -ία, -εῖον (Herod., Att.; Chantraine Études 17); πορνο-λύτας m. (inscr. Tarentum), s. Parlangèli Glotta 40, 50.
Derivatives: 1. Dimin. πορν-ίδιον n. (com.); 2. -ικός belonging to harlots (Aesch., LXX); 3. -εῖον n. brothel (Ar., Antipho), 4. -οσύνη f. prostitution (Man.; Wyss 71); 5. -εύομαι, -εύω, also m. κατα-, ἐκ- to live like a harlot, to let oneself be used for lewdness; to prostitute, also metaph. to practice idolatry (NT), with -εία, -ευσις, -ευμα, -εύτρια (IA.). From πόρνη also πόρνος m. lover-boy, lover (Att., LXX, NT).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Formation like ποινή, φερνή, τόρνος a.o. (Chantraine Form. 192 f.), so verbal noun of πέρνημι (note the common ν-suffix). Prob. prop. "export, sale". After Schwyzer 489 a. 362 however subst. adj. "who is sold in(to) a foreign (land) " (with -ορ- as zero grade?). In any case a euphemistic expression (Benveniste Sprache 1, 118). -- So from *porh₂-n-, with loss of the laryngeal after -o-.

Middle Liddell

πόρνη, ἡ, πέρνημι
a harlot, prostitute, Ar.

Frisk Etymology German

πόρνη: {pórnē}
Grammar: f.
Meaning: feile Dirne, Hure (ion. att.).
Composita : Kompp., z.B. πορνοβοσκός m. Kuppler mit -έω, -ία, -εῖον (Herod., att.; Chantraine Études 17); πορνολύτας m. (Inschr. Tarentum), s. Parlangèli Glotta 40, 50.
Derivative: Davon 1. Demin. πορνίδιον n. (Kom.); 2. -ικός zur Buhldirne gehörig (Aesch., LXX u.a.); 3. -εῖον n. Hurenhaus (Ar., Antipho), 4. -οσύνη f. Hurerei (Man.; Wyss 71); 5. -εύομαι, -εύω, auch m. κατα-, ἐκ- als Dirne leben, sich zur Unzucht brauchen lassen; prostituieren, auch übertr. Götzendienst treiben (NT), mit -εία, -ευσις, -ευμα, -εύτρια (ion. att.).
Etymology : Von πόρνη auch πόρνος m. Buhlknabe, Buhler (att., LXX, NT u.a.). Bildung wie ποινή, φερνή, τόρνος u.a. (Chantraine Form. 192 f.), somit Verbalnomen von πέρνημι (zu beachten das gemeinsame ν-Suffix). Wohl eig. "Ausfuhr, Verkauf". Nach Schwyzer 489 u. 362 dagegen subst. Adj. "die in die Fremde Verkaufte" (mit -ορ- als Schwundstufe). Jedenfalls ein euphemistischer Ausdruck (Benveniste Sprache 1, 118).
Page 2,581