ясный
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
Russian > Greek
δῆλος, δέελος, καταφανής, τηλαυγής, λιπαρός, προφανής, εὐσύμβολος, εὐξύμβολος, ἀρίγνωτος, φωτεινός, διηρθρωμένος, τορός, διαφανής, ἔναρθρος, λαμπρός, λευκός, φαιδρός, φαεινός, φαεννός, εὔσημος, εὔδιος, εὐδιεινός, ὑάλεος, εὔγνωστος, ἀρτίστομος, εἰλικρινής, εἱλικρινής, καθαρός, αἴθριος, εὐαγής, θαλερός, ἐπίδηλος, περιφανής, τρανής, εὔδηλος, ἐναργής, ἔνδηλος, σαφής, δίαιθρος