окружать
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Russian > Greek
περικυκλόω, περιστοιχίζω, πυκάζω, πυκάσδω, συγκρατέω, ἀμφινέμομαι, περιθέω, σαγηνεύω, περίειμι, ἐγκυκλόω, κατειλύω, συμπεριτίθημι, περισπειράω, τειχίζω, περιορίζω, περιλαμβάνω, περιστείχω, ἀμφιβαίνω, περιστέφω, ἐμπεριέχω, ἀμπέχω, ἀμπίσχω, ἀμφέχω, κυκλόω, περιθριγκόω, στέφω, περιέργω, περιείργω, περιχειλόω, περιπέλομαι, περιέχω, περιΐσχω, στεφανόω, περικαταλαμβάνω, καταμπέχω, περιστεφανόω, ἀποταφρεύω, ἀμφικυκλόομαι, κατακυκλόομαι, ἀμφιάζω, ἀμφέρχομαι, ἀπολαμβάνω, ἀμφιέπω, ἀμφέπω, περιφύω, παρυφαίνω, περιστρατοπεδεύω, περικυκλέομαι, ἀντιπεριΐστημι, σφίγγω, περικάθημαι, περικάτημαι, προσκάθημαι, προσκάτημαι, ἀμφίστημι, διαλαμβάνω