пышный
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Russian > Greek
ἀγλαός, τανύπεπλος, ὑπερήφανος, μεγαλοπρεπής, μεγαλεῖος, δασύς, δασεῖα, δασύ, πυκνόφυλλος, πολυτελής, λιπαρός, ἁβρόπλουτος, ὑπέρκομπος, ἀγήνωρ, ἀγάνωρ, εὐθαλής, νεόπλουτος, τρυφερός, εὔθοινος, κάρπιμος, εὐανθής, εὔδειπνος, μάχλος, ὑπερβεβλημένος, ἁβρός, πάνθοινος, πλουτογηθής, πλουτογαθής, ὀγκηρός, ἐριθηλής, ἁβρότιμος, κλυτός, κλειτός, ἱππόλοφος, σοβαρός, ἀνθηρός, θαλερός