зоркий
From LSJ
Russian > Greek
εὔσκοπος, ἐΰσκοπος, πολύσκοπος, ταναῶπις, τηλεσκόπος, ὠκυσκόπος, εὐδρακής, ὀξυδερκής, ὀξυωπής, ὀξύς, διορατικός, εὐόφθαλμος, εὐωπός, εὐβλέφαρος
εὔσκοπος, ἐΰσκοπος, πολύσκοπος, ταναῶπις, τηλεσκόπος, ὠκυσκόπος, εὐδρακής, ὀξυδερκής, ὀξυωπής, ὀξύς, διορατικός, εὐόφθαλμος, εὐωπός, εὐβλέφαρος