просто
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
Russian > Greek
ἀπερίσσως, ἀπερίττως, ἀκατασκεύως, ἀνεπιτηδεύτως, ἀτέχνως, ψιλῶς, φαύλως, εὐκόλως, στρογγύλως, ἀπεριέργως, ἀφελῶς, ἰδιωτικῶς, ἁπλῶς, λιτῶς, ἀθρύπτως