ясный
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Russian > Greek
ἐμφανής, ἥσυχος, δῆλος, δέελος, καταφανής, τηλαυγής, λιπαρός, προφανής, εὐσύμβολος, εὐξύμβολος, ἀρίγνωτος, φωτεινός, διηρθρωμένος, τορός, διαφανής, ἔναρθρος, λαμπρός, λευκός, φαιδρός, φαεινός, φαεννός, εὔσημος, εὔδιος, εὐδιεινός, ὑάλεος, εὔγνωστος, ἀρτίστομος, εἰλικρινής, εἱλικρινής, καθαρός, αἴθριος, εὐαγής, θαλερός, ἐπίδηλος, περιφανής, τρανής, εὔδηλος, ἐναργής, ἔνδηλος, σαφής, δίαιθρος, εὐκρινής, εὐαγής