hard

From LSJ
Revision as of 08:50, 20 May 2020 by Spiros (talk | contribs) (Woodhouse1 replacement)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 385.jpg

adjective

P. and V. σκληρός, στερεός. V. στυφλός, περισκελής, Ar. and V. στερρός.

difficult: P. and V. δυσχερής, ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.), προσάντης, V. δυσπετής, Ar. and P. χαλεπός.

painful: P. and V. λυπηρος, πικρός, βαρύς, δυσχερής, V. δυσπόνητος, πολύπονος, ἀχθεινός, λυπρός.

cruel: P. and V. ὠμός, ἄγριος, ἀγνώμων, δεινός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τραχύς, V. ὠμόφρων, Ar. and P. χαλεπός.

severe (of things): P. ἰσχυρός.

die hard, v.: P. δυσθανατεῖν.

dying hard: V. δυσθνήσκων.

be hard of hearing: P. ἀμβλὺ ἀκούειν (Plato).

be hardpressed: P. and V. βιάζεσθαι, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, πιέζεσθαι, κάμνειν, νοσεῖν (rare P.), Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι, P. πονεῖσθαι.

Dutch > Greek

βαρύς, καρφαλέος, κερασβόλος, κρατερός, σκληρός, στερέμνιος, στερεός, στερέωμα, στέριφος, στερρός, στιβαρός, στριφνός, στυφελός, στύφλος