dishonourable
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. αἰσχρός, κακός, πονηρός, μοχθηρός, ἐνονείδιστος, ἀνάξιος.
ignominious: P. and V. κακός, δυσκλεής (Xen.); see ignominious.