δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
change: P. and V. μεταβολή, ἡ, μετάστασις, ἡ; see change.
accidents of life: P. and V. συμφορά, ἡ, πάθη, τά, παθήματα, τά, V. πάθαι, αἱ.