unappeasable
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀπαραίτητος, V. δυσπαραίτητος, Ar. and V. ἄτεγκτος; see merciless.
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
P. ἀπαραίτητος, V. δυσπαραίτητος, Ar. and V. ἄτεγκτος; see merciless.