ὀσφυαλγία

From LSJ
Revision as of 13:33, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσφῠαλγία Medium diacritics: ὀσφυαλγία Low diacritics: οσφυαλγία Capitals: ΟΣΦΥΑΛΓΙΑ
Transliteration A: osphyalgía Transliteration B: osphyalgia Transliteration C: osfyalgia Beta Code: o)sfualgi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A lumbago, ib.606.

German (Pape)

[Seite 401] ἡ, Hüftschmerz, Hippocr.

Greek Monolingual

η (Α ὀσφυαλγία, ιων. τ. ὀσφυαλγίη) οσφυαλγής
πόνος στην οσφυϊκή χώρα, που μπορεί να ακτινοβολεί προς διάφορες κατευθύνσεις και ιδίως προς το ισχιακό νεύρο και ο οποίος οφείλεται σε μυοσκελετικές παθήσεις της σπονδυλικής στήλης ή σε νόσους του ουροποιογενετικού συστήματος.