ὀβολοστάτης

From LSJ
Revision as of 13:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβολοστάτης Medium diacritics: ὀβολοστάτης Low diacritics: οβολοστάτης Capitals: ΟΒΟΛΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: obolostátēs Transliteration B: obolostatēs Transliteration C: ovolostatis Beta Code: o)bolosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἵστημι)

   A weigher of obols, i. e. petty usurer, Ar.Nu.1155, Hyp.Fr.154, Antiph.168, Philostr.VA8.7, Onos.1.20 ; but ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες Sch.Aeschin.1.39 : perh. from στῆσαι, = δανεῖσαι ; cf. στάσιμος and Hsch. s. vv. ὀβολοστάτης, ἱστάνειν :—fem. ὀβολο-στάτις, Pl. Ax.367b, Poll.3.112 : hence ὀβολο-στᾰτική (sc. τέχνη), ἡ, the trade of a petty usurer, and generally, usury, Arist.Pol.1258b2.

German (Pape)

[Seite 289] ὁ, der Obolen wägt, ein kleinlicher schmutziger Wucherer; Ar. Nubb. 1139; Antiphan. bei Ath. III, 108 c; Plat. Ax. 367 b, mit der v. l. ὀβολοστάτις. Vgl. Poll. 3, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβολοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ζυγίζων τοὺς ὀβολούς, ὅ ἐστιν αἰσχροκερδὴς δανειστής, τοκογλύφος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1155, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττοῖς» 1. 4· θηλ. ὀβολοστάτις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β. - ὀβολοστατήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀρκάδ. 20. 10: - ἐκ τοῦ ὀβολοστάτης γίνεται ἡ ὀβολοστᾰτικὴ (δηλ. τέχνη) ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τοκογλύφου καὶ καθόλου τὸ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
usurier.
Étymologie: ὀβολός, ἵστημι.

Greek Monolingual

ὀβολοστάτης, -ου, ὁ, θηλ. ὀβολοστάτις, -ιδος (Α)
αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. ο αισχοκερδής δανειστής, ο τοκογλύφος («κλάετε ὀβολοστάται αὐτοί τε καὶ τἀρχαῑα καὶ τόκοι τόκων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα- του ἵστημι, πρβλ. στάσις), πρβλ. θερμο-στάτης, λυχνο-στάτης].

Greek Monotonic

ὀβολοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἵστημι), αυτός που ζυγίζει τους οβολούς, δηλ. αισχροκερδής τοκογλύφος, σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὀβολοστᾰτική (ενν. τέχνη), , το επάγγελμα του τοκογλύφου, τοκογλυφία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀβολοστάτης: ου (ᾰ) ὁ взвешиватель оболов, т. е. мелочный ростовщик Arph.

Middle Liddell

ὀβολο-στά˘της, ου, ὁ, ἵστημι
a weigher of obols, i. e. a petty usurer, Ar.