γογγυλώδης
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ες,
A roundish, Sch.Ar.Pax788.
German (Pape)
[Seite 500] ες, rundlich, Schol. Ar. Pax 789.
Greek (Liddell-Scott)
γογγῠλώδης: -ες, (εἶδος) στρογγυλοειδής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 789.
Spanish (DGE)
-ες de forma redondeada Sch.Ar.Pax 788.
Greek Monolingual
γογγυλώδης, -ες (Μ)
ο γογγυλοειδής.