γυψωτός
From LSJ
Full diacritics: γυψωτός | Medium diacritics: γυψωτός | Low diacritics: γυψωτός | Capitals: ΓΥΨΩΤΟΣ |
Transliteration A: gypsōtós | Transliteration B: gypsōtos | Transliteration C: gypsotos | Beta Code: guywto/s |
ή, όν,
A plastered, Hsch. s.v. τιτανωτή.
-ή, -όν revocado Hsch.s.u. τιτανωτή χρόα.
-ή, -ό (Α γυψωτός, -ή, -όν) γυψώ
1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο
2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο.