διαμυδαίνω
From LSJ
English (LSJ)
A putrefy, A.Fr.54A, cf. AB238, EM269.1.
Spanish (DGE)
(διαμῠδαίνω) 1 pudrirse διεμύδαιν' ἤδη νέκυς A.Fr.53a.
2 en v. med. derramarse, verterse, AB 238.16, EM 269.1G., Sud.
Greek Monolingual
διαμυδαίνω (Α) μυδαίνω
διαμυδώ.