ματρυλεῖον

From LSJ
Revision as of 17:19, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱτρῠλεῖον Medium diacritics: ματρυλεῖον Low diacritics: ματρυλείον Capitals: ΜΑΤΡΥΛΕΙΟΝ
Transliteration A: matryleîon Transliteration B: matryleion Transliteration C: matryleion Beta Code: matrulei=on

English (LSJ)

τό,

   A brothel, Din.Fr.43.5, Men.Epit.429, Plu.2.752c; written ματρύλλιον or μαστρύλλιον ib.1094a, Poll.6.188.

Greek (Liddell-Scott)

ματρῠλεῖον: τό, ὡς τὸ μαστροπεῖον, πορνεῖον, χαμαιτυπεῖον, Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσι» 4, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ.· ἐν Πλουτ. 2. 1093F, Πολυδ. ϛʹ, 188, φέρεται ἡμαρτημένως: ματρύλλιον ἢ μαστρύλλιον. Καθ’ Ἡσύχ. προπαροξυτόνως: «ματρύλειον· τόπος τῶν πορνευόντων, τουτέστι πορνεῖον, ὅπου οἱ μαστροποί, ἤτοι μαυλισταὶ διέτριβον».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mauvais lieu, bordel.
Étymologie: DELG de μήτηρ, à travers un diminutif péjoratif.

Greek Monolingual

ματρυλεῑον και ματρύλλιον και μαστρύλλιον και, κατά τον Ησύχ., ματρύλειον, τὸ (Α)
ο οίκος ανοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτρυλλα. Ο τ. μαστρύλλιον κατ' επίδραση του μαστροπός.

Frisk Etymological English

See also: s. μαστροπός