μοσχεία
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ἡ,
A planting of a sucker or layer, Ph.Byz.Mir.1.3, Sch.Theoc.1.48:— written μοσχέα, Ostr.1302 (pl.).
German (Pape)
[Seite 209] ἡ, das Pflanzen eines Ablegers, Schol. Theocr. 1, 48.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχεία: ἡ, ἡ φύτευσις μοσχεύματος ἢ παραφυάδος, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 48, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ζ΄ Θαυμάτ. 1.
Greek Monolingual
μοσχεία, ἡ (Α) μοσχεύω (Ι)]
η μόσχευση, το φύτεμα παραβλαστημάτων, παραφυάδων.