νουνεχόντως
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
Adv. of νουνεχής, as if from Adj. νουνέχων (i.e. νοῦν ἔχων),
A sensibly, Isoc.5.7(divisim), Men.1043 (Pl. has ἐχόντως νοῦν, Lg.686e).
Greek (Liddell-Scott)
νουνεχόντως: Ἐπίρρ. τοῦ νουνεχὴς (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. νουνέχω), νουνεχῶς, φρονίμως, συνετῶς, Ἰσοκρ. 83D, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 426 (Α. Β. 587, 15), ἴδε Λοβ. Φρύν. 604, πρβλ. 599· ὁ Πλάτ. χωρίζει τὰς λέξεις, ἐχόντως νοῦν, 686 Ε.
French (Bailly abrégé)
adv.
sagement, prudemment.
Étymologie: νοῦν, acc. de νοῦς ; ἔχων, part. de ἔχω.
Greek Monolingual
νουνεχόντως (Α)
επίρρ. συνετά, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω της μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε -όντως (πρβλ. προ-εχόντως, υπερ-εχόντως)].
Russian (Dvoretsky)
νουνεχόντως: Isocr., Men. = νουνεχῶς.