πάννος
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A pannus, D.C.49.36.
Greek (Liddell-Scott)
πάννος: ὁ, = τῷ λατ. pannus, ῥάκος, «πανί», Δίων K. 49. 36.
Greek Monolingual
ο / πάννος ΝΑ
νεοελλ.
1. ιατρ. παθολογικό αγγειακό δίκτυο που αναπτύσσεται στην επιπολής στιβάδα του κερατοειδούς του οφθαλμού και το οποίο αποτελεί ένα από τα κυριότερα σημεία του τραχώματος
2. φρ. «αρθρικός πάννος»
ιατρ. κοκκιωματώδης ιστός που σχηματίζεται στις αρθρώσεις υποκαθιστώντας τις κατεστραμμένες αρθρικές επιφάνειες
αρχ.
πανί, κουρέλι, ράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pannus «πανί»].