προσπαθής

From LSJ
Revision as of 19:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαθής Medium diacritics: προσπαθής Low diacritics: προσπαθής Capitals: ΠΡΟΣΠΑΘΗΣ
Transliteration A: prospathḗs Transliteration B: prospathēs Transliteration C: prospathis Beta Code: prospaqh/s

English (LSJ)

ές, (πάθος)

   A impressionable, Plot.4.3.11; warmly attached, τὸ παρ' ἡμῶν π. our affection for them, Hierocl. in CA11p.443M., cf. Sch.Pi.P.2.165. Adv. -θῶς, λουτροῖς π. ἔχειν Eust.18.41: Comp. -έστερον Pythag.Ep.5.5 (Theano).    II Adv. -θῶς with prejudice, ἱστορεῖν Gal 1.146.

German (Pape)

[Seite 776] ές, Leidenschaft für eine Sache hegend, leidenschaftliche Zuneigung zu einem Gegenstande habend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσπᾰθής: -ές, (πάθος), ὁ θερμῶς ἀφωσιωμένος, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Π. 2. 165. Ἐπίρρ. -θῶς, Κλήμ. Ἀλ. 554, 557· π. ἔχειν τινὶ Εὐστ. 18. 41.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προσπαθές
η μεροληψία
αρχ.
1. αυτός που είναι αφοσιωμένος με πάθος σε κάποιον ή αυτός που νιώθει σφοδρή επιθυμία για κάποιον ή για κάτι
2. ο δεκτικός εντυπώσεων
3. το ουδ. ως ουσ. η αφοσίωση.
επίρρ...
προσπαθῶς ΜΑ
με σφοδρή αγάπη και επιθυμία, περιπαθώς
αρχ.
με προκατάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. συμ-παθής].