φώτισμα

From LSJ
Revision as of 21:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώτισμα Medium diacritics: φώτισμα Low diacritics: φώτισμα Capitals: ΦΩΤΙΣΜΑ
Transliteration A: phṓtisma Transliteration B: phōtisma Transliteration C: fotisma Beta Code: fw/tisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A phase, of the moon, Eustr. in EN31.33.

German (Pape)

[Seite 1323] τό, die Erleuchtung. – Bei den K. S. die Taufe.

Greek (Liddell-Scott)

φώτισμα: τό, τὸ φωτίζειν, ὁ φωτισμός· ― ἀλλὰ μόνον ἐπὶ ἐκκλησιαστικῆς σημασίας, βάπτισμα ἢ (κυρίως) ὁ πνευματικὸς φωτισμὸς καὶ ἐσωτερικὴ χάρις τοῦ βαπτίσματος κατὰ τὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ αἱρετικοὶ βάπτισμα ἔχουσιν, οὐ φώτισμα· ἴδε Suicer., καὶ τὸ ῥῆμα φωτίζω ΙΙ. 4.

Greek Monolingual

-ίσματος, το, ΝΜΑ φωτίζω
εκκλ.
1. μετάδοση της θείας χάρης
2. το μυστήριο του βαπτίσματος
νεοελλ.
παροχή φωτός, φωτισμός
αρχ.
σεληνιακή φάση.