ψαλτικός

From LSJ
Revision as of 21:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαλτικός Medium diacritics: ψαλτικός Low diacritics: ψαλτικός Capitals: ΨΑΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: psaltikós Transliteration B: psaltikos Transliteration C: psaltikos Beta Code: yaltiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for harp playing, ψ. ὄργανον a stringed instrument, Ath.14.634f (of the μάγαδις) ; ἄνδρα ψαλτικὴν ἀγαθόν a good harpist, Ael. ap. Ar.Byz.Epit.84.8.

German (Pape)

[Seite 1391] zum Spielen eines Saiteninstruments gehörig, geschickt, ψαλτικὸν ὄργανον, Saiteninstrument, Ath. XIV, 634 f.

Greek (Liddell-Scott)

ψαλτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ ψάλλειν, κιθαρίζειν, ψ. ὄργανον, ἔγχορδον ὄργανον, Ἀθήν. 634F, ἔνθα περιγράφεται, ἡ μάγαδις.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψαλτικός, -ή, -όν, ΝΑ ψάλλω
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψάλτη ή στο ψάλσιμο
2. (για ωδές, κείμενα, τροπάρια) αυτός που ψάλλεται, σε αντιδιαστολή προς εκείνον που αναγιγνώσκεται
3. το θηλ. ως ουσ. η ψαλτική
η τέχνη του ιεροψάλτη
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψαλτικά
η χρηματική αμοιβή του ψάλτη εκκλησίας
5. φρ. «βγήκαν τα ψαλτικά»
μτφ. ανταμείφθηκα για τους κόπους μου
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παίξιμο έγχορδων μουσικών οργάνων
2. το θηλ. ως ουσ. το παίξιμο έγχορδου μουσικού οργάνου
3. φρ. «ψαλτικὸν ὄργανον» — έγχορδο μουσικό όργανο Αθήν..
επίρρ...
ψαλτικά Ν
με τραγουδιστό τρόπο.