ἀλαωτύς
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ύος, ἡ, (ἀλαόω)
A blinding, ὀφθαλμοῦ Od.9.503.
German (Pape)
[Seite 90] ύος, ἡ, Blendung, Hom. einmal, Od. 9, 503; Orph. Arg. 670.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαωτύς: -ύος, ἡ, (ἀλαόω) τύφλωσις, τυφλότης, ὀφθαλμοῦ, Ὀδ. Ι. 503.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
cécité.
Étymologie: ἀλαόω.
English (Autenrieth)
(ἀλαός): blinding, Od. 9.503†.
Spanish (DGE)
-ύος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
ceguera ὀφθαλμοῦ Od.9.503.
Greek Monolingual
ἀλαωτύς (-ύος), η (Α) ἀλαῶ
στέρηση της οράσεως, τύφλωση.
Greek Monotonic
ἀλαωτύς: -ύος, ἡ (ἀλαόω), τύφλωση, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾰωτύς: ύος (ᾰλ) ἡ лишение зрения, ослепление (ὀφθαλμοῦ Hom.).
Middle Liddell
ἀλαόω
a blinding, Od.