ἀπρόσμαχος

From LSJ
Revision as of 13:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσμᾰχος Medium diacritics: ἀπρόσμαχος Low diacritics: απρόσμαχος Capitals: ΑΠΡΟΣΜΑΧΟΣ
Transliteration A: aprósmachos Transliteration B: aprosmachos Transliteration C: aprosmachos Beta Code: a)pro/smaxos

English (LSJ)

ον,

   A irresistible, S. Tr.1098; τινί Luc.Tox.48.

German (Pape)

[Seite 339] unüberwindlich, τέρας, der Cerberus, Soph. Tr. 1088; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσμαχος: -ον, ἀκαταμάχητος, ἀκαταγώνιστος, Σοφ. Τρ. 1098· τινὶ Λουκ. Τόξ. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui l’on ne peut combattre, irrésistible.
Étymologie: ἀ, προσμάχομαι.

Spanish (DGE)

(ἀπρόσμᾰχος) -ον
1 de pers. y abstr. irresistible, contra quien no se puede luchar τέρας S.Tr.1098, θηρίου ὄψις Luc.Dom.22, σοφία Luc.Fug.10, εἶδος Orph.H.1.6, εὖχος Orph.H.72.4, cf. Posidonius 2, Poll.1.157
c. dat. τὸ τοιοῦτο σύνταγμα ... ἀπρόσμαχον τοῖς ἐχθροῖς Luc.Tox.48, ὁ Ἀντίγονος καὶ ἦν τοῖς ὅλοις ἀ. Epit.Heidel.3.2.
2 de cosas inexpugnable τὸ ἀ. ... τοῦ πύργου μέρος Polyaen.2.27.2.

Greek Monolingual

ἀπρόσμαχος, -ον (Α)
ακατανίκητος, ακαταμάχητος.

Greek Monotonic

ἀπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσμᾰχος: неодолимый, непобедимый (τέρας Soph.; φάλαγξ Plut.; ἀ. τοῖς ἐχθροῖς Luc.).

Middle Liddell

προσμάχομαι
irresistible, Soph.