ἐγκάτοικος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον,
A indwelling, Sch.Il.2.125.
German (Pape)
[Seite 706] darin wohnend, Schol. Il. 2, 125.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκάτοικος: -ον, κατοικῶν, ἔν τινι, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 125.
Spanish (DGE)
-ον
1 huéspedglos. a ἐφέστιος Sch.Od.7.248.
2 habitante αἱ παρθένοι ... αἱ ἐγκάτοικοι τῆς Κολχίδος γῆς Sch.A.Pr.415H., ref. los troyanos, Eust.186.27, de peces que habitan en las rocas, glos. a παρέστιος Sch.Opp.H.1.249.
3 del país, patrio (θεοί) glos. a ἐγχώριος Sch.A.Th.14.