ἐκτροπίας
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
οἶνος
A turned (i.e. sour) wine, Alciphr.1.20, Poll.1.248.
German (Pape)
[Seite 783] ὁ, οἶνος, umgeschlagener, verdorbener Wein, Alciphr. 1, 20 Poll. 1, 248.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτροπίας: οἶνος, φαῦλος οἶνος, «χαλασμένο κρασί», ἐκτροπίαν ἡμεῖς καὶ ὀξίνην πίνομεν Ἀλκίφρων 1. 20.
Spanish (DGE)
-ου
agr. picado, alterado del vino ὄμβρος ... ἐκτροπίαν τὸν οἶνον ποιήσει Gp.5.43.4, cf. 6.12.4, Poll.1.248, Lex.Vind.66.9
•subst. ὁ ἐ. un tipo de vino de mala calidad procedente del segundo prensado, vino que se altera enseguida, vino picado ἐκτροπίαν ... καὶ ὀξίνην πίνομεν Alciphr.3.37.2.
Greek Monolingual
ο (AM ἐκτροπίας)
κρασί που έχει υποστεί εκτροπίαση, που έχει αρχίσει να ξινίζει, να χαλάει, χαλασμένο κρασί («εκτροπίας οίνος»).