ἐνοχή

From LSJ
Revision as of 15:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοχή Medium diacritics: ἐνοχή Low diacritics: ενοχή Capitals: ΕΝΟΧΗ
Transliteration A: enochḗ Transliteration B: enochē Transliteration C: enochi Beta Code: e)noxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A liability, obligation, PIand.48.11 (vi A. D.), etc.; ἀγωγὴ καὶ ἐ. conduct and responsibility of a transaction, POxy.133.7 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 851] ἡ, das Gehalten-, Verbundensein, die Verbindlichkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοχή: ἡ, τὸ ἐνέχεσθαι, μεταγεν. λέξις, ἴδε Δουκάγγ.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 jur. obligación, responsabilidad legal en contratos o transacciones, como trad. de lat. obligatio τῆς ἐν[ο] χῆς τοῦ χειρισμοῦ τῶν πραγμάτων ... ἐλευθερωθήσει quedarás libre de la obligación de un inventario de la propiedad, POxy.3627.9 (IV d.C.?), cf. SB 7033.65 (V d.C.), PMasp.131re.3 (VI d.C.), unido a ἀγωγή ‘acción legal’ διὰ Μηνᾶ ... προσπορίζοντος τῷ ἰδίῳ δεσπότῃ ... τὴν ἀγωγὴν καὶ ἐνοχήν por mediación de Menas que asume para su dueño la acción y responsabilidad de la transacción POxy.133.7, cf. 2478.7 (ambos VI d.C.), Iust.Const.δέδωκεν 7e
en cont. no jur. responsabilidad ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων λυτρωθῆναι Rom.Mel.35.proem.5.
2 dud., quizá culpa relig. expiada mediante la erección de una estela o pena, castigo consistente en dicha erección Διονύσις τὴν ἐνοχὴν ἀνέθηκα Hell.10.14 (Hierápolis), v. ἐνέχω B Iv.

Greek Monolingual

η (Μ ἐνοχή) ενέχω
1. υπαιτιότητα, ευθύνη για αξιόποινη πράξη
2. παράπτωμα, σφάλμα
3. ανάληψη ευθύνης που απορρέει από κάποιο αξίωμα
νεοελλ.
(αστ. δίκ.) η σχέση εξαιτίας της οποίας υποχρεώνεται κάποιος «εις παροχήν», οι δεσμοί που δημιουργούνται μεταξύ δανειστή και οφειλέτη.