ἐπισκευή
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
English (LSJ)
ἡ,
A repair, restoration, τῶν ἱρῶν Hdt.2.174, cf. 175; τειχῶν D.18.311, etc.; τὰς ἐ. καὶ κατασκευὰς τῶν δημοσίων Plb.6.17.2. 2. means of repairing, Th.1.52. II. pl., materials for repair or equipment, stores, ἐλέφαντα καὶ μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐ. D.27.20; χορηγίας καὶ ἐ. Plb.1.72.3.
German (Pape)
[Seite 978] ἡ, die Wiederherstellung, Ausbesserung, τῶν ἱρῶν Her. 2, 174; τῶν νεῶν Thuc. 1, 52; τοῦ βαλανείου Is. 5, 28; τῶν τειχῶν Dem. 18, 311 u. Sp.; χορηγίαι καὶ ἐπισκευαί, Ausrüstung, Pol. 1, 72, 3 . – Im plur. auch Geräthschaften, Dem. 27, 20; Pol. 11, 9, 1. – Bei Isocr. 7, 52 hat Bekker κατασκευάς hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκευή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῶν ἱρῶν Ἡρόδ. 2. 174, πρβλ. 175· τῶν τειχῶν Δημ. 329. 5, κτλ.· τὰς ἐπ. καὶ κατασκευὰς τῶν δημοσίων Πολύβ. 6. 17, 2. ΙΙ. ὑλικὰ πρὸς ἐπισκευὴν ἢ παρασκευήν, τῶν νεῶν Θουκ. 1. 52· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐλέφαντα καὶ μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐπισκευὰς Δημ. 819. 25· χορηγίας καὶ ἐπ. Πολύβ. 1. 72, 3, πρβλ. 11. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 restauration, reconstruction (de murs, de temples, etc.) ; radoub d’un navire;
2 αἱ ἐπισκευαί meubles, instruments, matériel de fabrication.
Étymologie: ἐπί, σκευή.
Greek Monolingual
η (AM ἐπισκευή) σκευή
επιδιόρθωση, ανακαίνιση (α. «επισκευή σπιτιού» β. «τούτων μὲν τῶν ἱρῶν... ἐς ἐπισκευὴν ἐδίδου», Ηρόδ.)
αρχ.
1. τρόποι, μέσα επισκευής («καὶ ἐπισκευήν οὐκ οὖσαν τῶν νεῶν ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ», Θουκ.)
2. υλικά για επισκευή («ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐπισκευάς», Δημοσθ.)
3. παρασκευή («ἐτοιμάζοντας πλείστας χορηγίας καὶ ἐπισκευάς», Πολ.)
4. εξοπλισμός, εξαρτήματα
5. τέχνασμα.
Greek Monotonic
ἐπισκευή: ἡ,
I. διόρθωση, ανακαίνιση, σε Ηρόδ., Δημ.
II. υλικά για επιδιόρθωση ή προετοιμασία, κατάλληλα για εξοπλισμό, εφόδια, πυρομαχικά, πολεμοφόδια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκευή: ἡ
1) pl. подготовка, устроение, организация (τῶν δημοσίων Polyb.);
2) починка, ремонт, восстановление (τῶν ἱρῶν Her.; τῶν τειχῶν Dem.; τῆς πόλεως Plut.);
3) оснастка, снаряжение, оборудование (χορηγίαι καὶ ἐπισκευαί Polyb.);
4) ремонтный материал: ἐπισκευὴ οὐκ οὖσα τῶν νεῶν Thuc. отсутствие материала для ремонта судов.
Middle Liddell
ἐπισκευή, ἡ,
I. repair, restoration, Hdt., Dem.
II. materials for repair or equipment, stores, Thuc., Dem.