ἐπισχίζω
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
A cleave at top, ἄρουραν A.R.2.662 ; τὸν φλοιόν Str.16.2.41 ; split the end of a bandage, Sor.Fasc.12.514C., cf. 510C.:— Pass., Dsc.3.147.
German (Pape)
[Seite 988] auf der Oberfläche spalten, einspalten, ἄρουραν Ap. Rh. 2, 662; φλοιόν, einritzen, Strab. XVI, 763.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισχίζω: σχίζω, αὐλακίζω τὴν ἐπιφάνειάν τινος, ἐπισχίζοντες ἄρουραν, ἐπὶ ἀροτριώντων βοῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 662· τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες Στράβ. 763. ― Παθ., ἐπισχιζόμεναι, σχιζόμεναι εἰς μικροτέρας διακλαδώσεις, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 28, 23.
Greek Monolingual
ἐπισχίζω (Α)
1. σχίζω, αυλακώνω στην επιφάνεια («τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες», Στράβ.)
2. σχίζω την άκρη επιδέσμου.