μυστικός

From LSJ
Revision as of 19:17, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστικός Medium diacritics: μυστικός Low diacritics: μυστικός Capitals: ΜΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mystikós Transliteration B: mystikos Transliteration C: mystikos Beta Code: mustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A connected with the mysteries, τέλος A.Fr.387; μ. Ἴακχος the mystic chant Iacchus, Hdt.8.65; χοῖροι Ar.Ach.764; αὔρα τις εἰσέπνευσε -ωτάτη Id.Ra.314; βίοτος μ. IG3.172.6; μ. λόγοι Phld.Ir.p.46 W.; τὰ μ. the mysteries, Th.6.28,60; ἡ -κή (sc. παράδοσις) mystical doctrine, Procl.in Prm.p.779 S., cf. eund.in Ti.3.12 D.; τὸ θεῖον καὶ μ. Dam.Pr.213; οἱ μ., = μύσται, Str.17.1.29: Comp. -ώτερος Luc.Salt.59: Sup. -ώτατος Ar.Ra.l.c., Dam.Pr.111. Adv. -κῶς, δικάζειν Poll.8.123 (fort. μυστικῶν in cases relating to the mysteries); mystically, μ. καὶ τελεστικῶς Hermog.Id.1.6, cf. D.S.5.77, Porph. Antr.4.    II private, secret, Cic.Att.4.2.7 (Comp.). Adv. -κῶς Str. 10.3.9, LXX 3 Ma.3.10, Vett.Val.46.11: Comp. -ώτερον, scribere Cic. Att.6.4.3.

German (Pape)

[Seite 223] geheimnißvoll, mystisch, bes. die Eingeweihten oder die Geheimnißlehren der Mysterien betreffend; τέλος, Aesch. frg. 398; μυστικὴ χοῖρος, Ar. Ach. 729; μυστικὸς ἴακχος, Her. 8, 65; τὰ μυστικά, = μυστήρια, Thuc. 6, 28. – Adv., δικάζω, Poll. 8, 123.

Greek (Liddell-Scott)

μυστικός: -ή, -όν, ἀπόκρυφος, «μυστικός», ἰδίως μυστηριώδης, ἔχων σχέσιν πρὸς τὰ μυστήρια, τέλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 384· μ. Ἴακχος, τὸ μυστηριῶδες ᾆσμα τοῦ Ἰάκχου, Ἡρόδ. 8. 65· αὔρα τις εἰσέπνευσε μυστικωτάτη Ἀριστοφ. Βάτρ. 314· τὰ μ., τὰ μυστήρια, Θουκ. 6. 28, 60· οἱ μυστικοί, = μύσται, Στράβ. 806· - παρὰ μεταγεν., καθόλου ἐπὶ πάσης τέχνης ἀπαιτούσης διδασκαλίαν, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 128 κἑξ. Τὰ χοιρία μ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 747, ἦσαν πιθανῶς ἄθλια, ἰσχνὰ χοιρίδια, οἷα οἱ μύσται συνείθιζον νὰ προσφέρωσι, Λοβ. ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 85· πρβλ. μέγαρον ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Η΄, 123· Συγκρ. -ώτερον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les mystères, mystique ; τὰ μυστικά, les cérémonies des mystères;
Cp. μυστικώτερος, Sp. μυστικώτατος.
Étymologie: μύω.

Spanish

místico, relativo a los misterios, secreto, de un modo místico, de un modo secreto

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ μυστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία»)
2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» — το μυστηριώδες άσμα του Ιάκχου, Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον θρησκευτικό μυστικισμό, μυστικιστικός
2. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις ή τις ενέργειές του, κρυψίνους
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. μυστικό
4. (το αρσ. ως ουσ. ο μυστικός
οπαδός του θρησκευτικού μυστικισμού, μυστικιστής
5. φρ. α) «μυστικός πράκτορας» — κατάσκοπος ξένης δύναμης
β) «μυστικός αστυνομικός» ή, απλώς, «μυστικός» — αστυνομικός με πολιτική περιβολή κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του για να μην αναγνωρίζεται
γ) «μυστικές εταιρείες» — ενώσεις προσώπων τα οποία επιδιώκουν εθνικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς σκοπούς, τών οποίων τόσο η οργάνωση όσο και η δραστηριότητα τηρούνται κρυφές
δ) «μυστικός δείπνος» — ο τελευταίος πριν από τη σταύρωση δείπνος του Ιησού Χριστού με τους αποστόλους, ο οποίος χαρακτηρίζεται μυστικός γιατί με αυτόν ιδρύθηκε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας
(νεοελλ.-μσν.) αυτός που κρατά κρυφό ό,τι μαθαίνει ή ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, εχέμυθος
μσν.
1. δόλιος, πανούργος
2. ως ουσ. μυστικοσύμβουλος
3. έμπιστος
4. (για το σώμα του Χριστού κατά τη θεία Ευχαριστία) αυτός που λαμβάνεται δια μέσου μυστηρίου
5. (για αρρώστια) αυτή που δεν είναι εμφανής, δεν διακρίνεται από σωματικά γνωρίσματα
αρχ.
1. (για τέχνη) αυτή που απαιτεί διδασκαλία
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μυστικοί
οι μύστες
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μυστικά
τα μυστήρια
4. φρ. «χοιρία μυστικά» — ισχνά χοιρίδια τα οποία συνήθιζαν να προσφέρουν οι μύστες.
επίρρ...
μυστικώς και -ά (ΑΜ μυστικῶς, Μ και μυστικά)
με μυστικότητα, κρυφά («τὰς ίεροποιΐας... ποιεῑσθαι... τὰς μὲν μυστικῶς, τὰς δὲ ἐν φανερῷ», Στράβ.)
(νεοελλ.-μσν.) εμπιστευτικά, ιδιαιτέρως
μσν.
1. πνευματικά, νοερά
2. με προφητική ικανότητα
αρχ.
με τρόπο που αναφέρεται ή αρμόζει στα μυστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης. Τη λ. δανείστηκαν οι ευρωπαϊκές γλώσσες με την ίδια σημασία (πρβλ. γαλλ. mystique, αγγλ. γερμ. mystiscti)].

Greek Monotonic

μυστικός: -ή, -όν, μυστικός, συνδεδεμένος με τα μυστήρια, μυστικὸς Ἴακχος, το μυστηριακό άσμα του Ιάκχου, σε Ηρόδ.· τὰ μυστικά, τα μυστήρια, σε Θουκ.· τὰ χοιρία μυστικά, στον Αριστοφ., είναι πιθ. άθλια, ισχνά γουρούνια, όπως αυτά που οἱ μύσται συνήθιζαν να προσφέρουν.

Russian (Dvoretsky)

μυστικός:
1) мистерийный, возглашаемый в мистериях (Ἴακχος Her.);
2) приносимый в жертву во время мистерий (χοιρία Arph.).

Middle Liddell

μυστικός, ή, όν [from μύστης
mystic, connected with the mysteries, μ. Ἴακχος the mystic chant Iacchus, Hdt.; τὰ μ. the mysteries, Thuc.:— χοιρία μ., in Ar., are prob. wretched lean pigs, such as the μύσται were wont to offer.