ἐπιβιόω
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
only in aor. 2 -εβίων:—
A live over or after, survive, ἐπεβίω δύο ἔτη Th.2.65; ἐπεβίων διὰ παντὸς [τοῦ πολέμου] Id.5.26; ἐπιβιόντος . . πένθ' ἡμέρας D.41.18, cf. Is.2.45; but αἷς ἂν . . ἐπιβιῶ live to see married, Pl.Ep.361d. (Freq. corrupted to -βιοῦντα, etc. in codd.)
German (Pape)
[Seite 929] (s. βιόω), nach-, überleben, αἷς ἂν ἐγὼ ἐπιβιῶ Plat. ep. XIII, 361 d; μετὰ τὴν ποίησιν ἐπεβίω Is. 2, 15; ἐπεβίων διὰ παντὸς αὐτοῦ Thuc. 5, 26; ἐπιβιοῦντος μετὰ ταῦτα αὐτοῦ πλεῖον ἢ πένθ' ἡμέρας Dem. 41, 18 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβιόω: μέλλ. -βιώσομαι: ἀόρ. -εβίων:- ἐπιζῶ, ζῶ μετὰ ταῦτα, κατόπιν, ἐπεβίω δύο ἔτη Θουκ. 2. 65· ἐπεβίων διὰ παντὸς τοῦ πολέμου 5. 26· ἐπιβιοῦντος… πένθ’ ἡμέρας Δημ. 1053. 15· αἷς ἂν... ἐπιβιῶ Πλάτ. Ἐπιστ. 361D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. ind. et ao.2 ἐπεβίων;
1 vivre jusqu’à la fin de;
2 survivre.
Étymologie: ἐπί, βιόω.
Greek Monotonic
ἐπιβιόω: μέλ. -βιώσομαι, αόρ. βʹ -εβίων· ζω επιπλέον ή κατόπιν, επιζώ, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβιόω: (aor. 2 ἐπεβίων) жить после (чего-л.), пережить (Isae.; δύο ἔτη καὶ μῆνας ἕξ Thuc.; πένθ᾽ ἡμέρας τινός Dem.; τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα Plut.): ἐπεβίων διὰ παντός (sc. τοῦ πολέμου) Thuc. я пережил всю эту войну; ἐ. τινι Plat. пережить кого-л.
Middle Liddell
fut. -βιώσομαι aor2 -εβίων
to live over or after, survive, Thuc.