ἔνσχιστος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Full diacritics: ἔνσχιστος | Medium diacritics: ἔνσχιστος | Low diacritics: ένσχιστος | Capitals: ΕΝΣΧΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: énschistos | Transliteration B: enschistos | Transliteration C: enschistos | Beta Code: e)/nsxistos |
ον,
A split, cleft, Thphr.CP5.17.2.
ἔνσχιστος: -ον, ὁ ἐντὸς ἐσχισμένος, σχιστός, θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 2.
-ον
bot. cortado, abierto en dos τὰ τῆς ἐλάτης (ξύλα) para extraer la médula, Thphr.CP 5.17.2.
ἔνσχιστος, -ον (Α) σχιστός
σχισμένος στο εσωτερικό.