ὑπεκκλίνω

From LSJ
Revision as of 11:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκκλίνω Medium diacritics: ὑπεκκλίνω Low diacritics: υπεκκλίνω Capitals: ΥΠΕΚΚΛΙΝΩ
Transliteration A: hypekklínō Transliteration B: hypekklinō Transliteration C: ypekklino Beta Code: u(pekkli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A bend aside, escape, Ar.Eq.272 (troch.): c. acc., shun, avoid, Plu.Cam.18.

German (Pape)

[Seite 1186] ausbiegen, ausweichen; Ar. Equ. 272; τί, Plut. Camill. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω κατὰ μέρος, ἐκφεύγω, διαφεύγω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 273· μετ’ αἰτ., ἐκτρέπομαι, ἀποφεύγω, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· ὡσαύτως μετὰ γεν., Βυζ.

French (Bailly abrégé)

esquiver en se détournant un peu, éviter.
Étymologie: ὑπό, ἐκκλίνω.

Greek Monolingual

Α
1. εκφεύγω, διαφεύγω
2. (με αιτ.) αποφεύγω («τὸ δὲ δεξιὸν ὑπεκκλίναν τὴν ἐπιφοραν ἐκ τοῡ πεδίου πρὸς τοὺς λόφους ἧττον ἐξεκόπη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκλίνω «γέρνω προς τα έξω, απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπεκκλίνω: [ῑ], -εκκλῐνῶ, κλίνω, γέρνω στο πλάι, δραπετεύω, διαφεύγω, σε Αριστοφ.· με αιτ., εκτρέπομαι, αποφεύγω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκκλίνω: (ῑ) отклоняться, увертываться Arph.: ὑ. τὴν ἐπιφορὰν πρὸς τοὺς λόφους Plut. отходить под натиском (противника) к холмам.

Middle Liddell

<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">-εκκλῐνῶ</orth></form>
to bend aside, escape, Ar.: c. acc. to shun, avoid, Plut.