ἀνθοβοσκός
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
όν,
A nourishing, growing flowers, or perh. feeding on flowers, S.Fr. 31.
German (Pape)
[Seite 232] Blumen nährend, Soph. frg. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοβοσκός: -όν, ὁ τρέφων ἄνθη, «ἀνθοβοσκόν· ἀνθοτρόφον· Σοφοκλῆς Αἰθίοψι» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 29).
Spanish (DGE)
-όν que se alimenta de flores S.Fr.31.
Greek Monolingual
ἀνθοβοσκός, ο (Α)
ανθοκόμος.