ψευδεπίγραφος

From LSJ
Revision as of 12:39, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδεπίγρᾰφος Medium diacritics: ψευδεπίγραφος Low diacritics: ψευδεπίγραφος Capitals: ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: pseudepígraphos Transliteration B: pseudepigraphos Transliteration C: psevdepigrafos Beta Code: yeudepi/grafos

English (LSJ)

ον,

   A with false superscription or title, not genuine, D.H.Dem.57, Inscr.Prien.37.123 (ii B.C.); φιλόσοφος Plu.2.479e; τρόπος superficial, Plb.23.5.5.

German (Pape)

[Seite 1393] falsch überschrieben, mit falscher Aufschrift, fälschlich benannt, unächt; Pol. 24, 5,5; D. Hal.; – dah. ἀδελφός, φιλόσοφος, des Namens eines Bruders, eines Philosophen unwürdig, Plut. de frat. am. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδεπίγραφος: -ον, ὁ ἔχων ψευδῆ ἐπιγραφὴν, οὐχὶ γνήσιος, νόθος, Πολύβ. 24. 5, 5, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 57, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte faussement le titre de.
Étymologie: ψευδής, ἐπιγράφω.

Greek Monolingual

-η, -ο / ψευδεπίγραφος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για κείμενα) αυτός που ψευδώς αποδίδεται σε έναν συγγραφέα, που θεωρείται έργο του χωρίς να είναι, νόθος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψευδεπίγραφα
εκκλ. (στην Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) βιβλία που έχουν συνταχθεί κατά απομίμηση τών κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής και έχουν αποκλειστεί από τον εκκλησιαστικό κανόνα, αλλ. απόκρυφα
μσν.-αρχ.
αυτός που φέρει ψευδή επιγραφή ή τίτλο
αρχ.
επιφανειακός.
επίρρ...
ψευδεπιγράφως Ν
(λόγιος τ.) με ψευδεπίγραφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -επίγραφος (< επιγράφω)].

Russian (Dvoretsky)

ψευδεπίγρᾰφος: досл. ложно подписанный, перен. облыжно именуемый, мнимый (ὁ πραγματικὸς τρόπος Polyb.; φιλόσοφος Plut.).