γειτονία

From LSJ
Revision as of 13:19, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειτονία Medium diacritics: γειτονία Low diacritics: γειτονία Capitals: ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Transliteration A: geitonía Transliteration B: geitonia Transliteration C: geitonia Beta Code: geitoni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A neighbourship, πικρὰ γ. Pl.Lg.843c, cf. Arist.Rh.1395b9; neighbouring region, Plot.4.4.19.    2 quarter, ward, in a city, J.BJ7.4.1:— hence γειτον-ίαρχος, ὁ, chief official of a ward, Hsch. s.v. ῥεγεονάριος.

German (Pape)

[Seite 478] ἡ, Nachbarschaft, Plat. Legg. VIII, 843 c; Arist. rhet. 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

γειτονία: ἡ, ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Νόμ. 843C, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 15. 2) μέρος, συνοικία, ἐνορία πόλεως, Βυζ.· ἐντεῦθεν γειτονιάρχης, ὁ, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: γείτων.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): γειτονεία
IG 5(2).443.13 (Megalópolis II/I a.C.), Phld.D.3.9.36, Plot.5.8.7
1 vecindad, proximidad πικρὰν γειτονίαν ἀπεργάζονται Pl.Lg.843c, οὐδὲν γειτονίας χαλεπώτερον Arist.Rh.1395b9, διὰ τὴν τῶν Παννονίων γειτονίαν D.C.54.34.4, cf. Phld.l.c., Plot.4.4.19, l.c.
plu. lugares, regiones limítrofes ἀναμέσον τῶν γειτονιῶν Sm.Ge.49.14, περιωρίσαμεν τὸν τόπον ἐξ αὐτᾶν τᾶν γειτονειᾶν IG l.c.
2 asociación de vecinos, SEG 31.1035 (Lidia II d.C.), MAMA 7.301 (Amorion).
3 distrito I.BI 7.73.

Greek Monolingual

η (AM γειτονία) γείτων
η κοντινή περιοχή γύρω από το σπίτι ή τον τόπο εργασίας κάποιου
μσν.- νεοελλ.
περιοχή, συνοικία πόλης
νεοελλ.
1. γειτνίαση, γειτόνεμα
2. οι γείτονες.

Greek Monotonic

γειτονία: ἡ, γειτονιά, συνοικία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

γειτονία: ἡ Plat., Arst. = γειτόνημα.

Middle Liddell

γείτων
neighbourhood, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειτονία -ας, ἡ γείτων nabuurschap.