γονατώδης

From LSJ
Revision as of 13:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονᾰτώδης Medium diacritics: γονατώδης Low diacritics: γονατώδης Capitals: ΓΟΝΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: gonatṓdēs Transliteration B: gonatōdēs Transliteration C: gonatodis Beta Code: gonatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A with joints, Thphr.HP 1.5.3, Dsc.1.1,4.29.

German (Pape)

[Seite 501] ες, mit Knieen, Knoten, wie Rohr u. Halmgewächse, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

γονᾰτώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης κόμβων ἢ ἁρμῶν, οἷον χόρτος, κάλαμος, κτλ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 5, 3, Διοσκ. 4. 30.

Spanish (DGE)

-ες
bot. nudoso κάλαμος Thphr.HP 1.5.3, cf. Dsc.1.1, 4.29.

Greek Monolingual

-ες (AM γονατώδης, -ες)
(για βλαστούς) γεμάτος γόνατα, κόμπους
νεοελλ.
1. (για όργανα) αυτός ο οποίος κάμπτεται σαν το γόνατο
2. φρ. «γονατώδη σώματα» — προεξοχές του πίσω τμήματος του οπτικού θαλάμου.