δαλλώ
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
or δαλώ,
A old woman (cf. δαλός 11), Id. δαλμᾶναι· εἰκάσαι, Id.
Spanish (DGE)
-οῦς, ἡ
• Alolema(s): tb. δαλῶ Hsch.
1 mujer mayor soltera, solterona Hsch.
2 δ.· ἡ ἀπόπληκτος Hsch.