διανακύπτω
English (LSJ)
A raise the head, Aristeas18; look carefully into, Ph.1.383.
German (Pape)
[Seite 591] = διακύπτω, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
διανακύπτω: ἐγείρω τὴν κεφαλήν, Ἀριστέας σ. 237. 2) ἐξετάζω τι μετὰ προσοχῆς, Φίλων 1. 383.
Spanish (DGE)
erguir la cabeza ὁ δὲ διανακύψας καὶ προσβλέψας Aristeas 19.