εὐωδιάζω

From LSJ
Revision as of 15:46, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐωδιάζω Medium diacritics: εὐωδιάζω Low diacritics: ευωδιάζω Capitals: ΕΥΩΔΙΑΖΩ
Transliteration A: euōdiázō Transliteration B: euōdiazō Transliteration C: evodiazo Beta Code: eu)wdia/zw

English (LSJ)

   A have a sweet savour, 'bouquet', οἶνος -άζων LXX Za.9.17: c. acc. cogn., ὀσμὴν εὐ. emit a sweet savour, ib.Si.39.14:—Pass., to be fragrant, Str.15.2.3, Dsc.2.76.8.

German (Pape)

[Seite 1111] wohlriechend machen, Sp.; ὀσμήν, einen Wohlgeruch von sich geben, LXX. – Pass. wohlriechend sein, angenehm duften, Strab. XV, 721; Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

εὐωδιάζω: κάμνω τι νὰ γίνῃ εὐῶδες, νὰ «μοσχοβολᾷ», Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 144, 178, 256, Κλήμ. Ἀλ. 933, 12· καὶ γῆν εὐωδιάζοντες συγκράτοις εὐοδμίαις Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 83, κλ. 2) ἐκπέμπω εὐωδίαν, εἶμαι εὐώδης, ὡς καὶ νῦν, Θεόδ. Στουδ. σ. 442, «ἄνθη καλλίπνοα εὐωδιάζοντα» Ἡσύχ. ἐν λ. κρίνα. Παθ., εὐωδιαζομένην ἅμα καὶ ὑγιεινότερον τὸν ἀέρα ἔχουσαν παρὰ τοῦτο Στράβ. 721· τὸ δὲ ὀρνίθειον καὶ χήνειον στέαρ οὕτως ἂν εὐωδιασθῃ Διόσκ. 2. 91.

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐωδιάζω) ευωδία
1. αναδίδω ευωδιά, μυρίζω όμορφα, μοσχοβολώ
2. (μτβ.) προσδίδω ευωδιά σε κάποιον ή σε κάτι, τον κάνω να μοσχοβολά («γαλάζια πεταλούδα που ευώδιασε τον ύπνο της», Σολωμ.)
αρχ.
παθ. εὐωδιάζομαι
μοσχοβολώ.