θεόθυτος

From LSJ
Revision as of 16:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόθῠτος Medium diacritics: θεόθυτος Low diacritics: θεόθυτος Capitals: ΘΕΟΘΥΤΟΣ
Transliteration A: theóthytos Transliteration B: theothytos Transliteration C: theothytos Beta Code: qeo/qutos

English (LSJ)

ον, (θύω)

   A offered to the gods: θεόθυτον, τό, a victim, Cratin.417 (pl.), cf. Poll.1.29 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1195] Gott geopfert, Cratin. bei B. A. 42.

Greek (Liddell-Scott)

θεόθῠτος: -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς θυσία) εἰς τοὺς θεοὺς, Πολυδ. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, θῦμα, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.

Greek Monolingual

θεόθυτος, -ον (Α)
1. αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς
2. (το ουδ, ως ουσ.) το θεόθυτον
το θύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί-θυτος, πάν-θυτος].