κεραυνοσκοπεῖον
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
τό,
A machine for making thunder on the stage, Poll.4.127,130.
German (Pape)
[Seite 1423] τό, nach Poll. 4, 127. 130 im Theater die Donnermaschine, auf einer hohen Warte.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοσκοπεῖον: τό, μηχαναὶ πρὸς παραγωγὴν κεραυνῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Πολυδ. Δ΄, 127 καὶ 130.
Greek Monolingual
κεραυνοσκοπεῑον, τὸ (Α)
μηχάνημα με το οποίο παραγόταν τεχνητά η βροντή κεραυνού στη σκηνή του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -σκοπεῖον (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. αστερο-σκοπείον, μετεωρο-σκοπείον].