δυσχρηστέω
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
A to be intractable, Plb.27.7.10. II to be in difficulties or distress, Id.4.60.8; ταῖς εἰρεσίαις Id.16.4.10; διά τι Id.1.51.6; περὶ τὴν ἔξοδον ib.75.7:—also in Med., δ. ἐν τοῖς κινδύνοις ib.87.7; πράγμασι, λόγοις, Id.1.18.7, 3.11.4; of things, to be useless, Id.16.3.5:— Pass., to be brought into distress, ἐπὶ τοῖς ἀπαντωμένοις ὑπ' Ἀρχιμήδους Id.8.6.5; to be annoyed, D.S.18.39; ἐπί τινι Id.19.77.
German (Pape)
[Seite 691] 1) Schwierigkeiten machen, Pol. 27, 6, 10 u. öfter. – 2) Gew. intrans., in Verlegenheit, in Noth sein; περί τι, Pol. 1, 75, 7; – bes. med.; absolut, 1, 28, 9 u. A.; ἐν τοῖς κινδύνοις 1. 87, 7; τοῖς πράγμασι 1, 18, 7; vgl. Ath. III, 91 d τῇ βρώσει, sich beim Essen nicht zu helfen wissen; τοῖς λόγοις 3, 11, 4; περί τι, 21, 3, 4; πρὸς πᾶν, ganz u. gar rathlos sein, 16, 3, 5; ἐπί τινι, D. Sic. 19, 77; – auch pass., ὑπό τινος, durch etwas in Verlegenheit gebracht werden, Ath. XIV, 634 b.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχρηστέω: εἶμαι δύσχρηστος, difficilem se praebere, Πολύβ. 27. 6, 10. ΙΙ. ἐμπίπτω εἰς δυσχερείας ἢ στενοχωρίας, δ. πράγμασι, λόγοις ὁ αὐτ.· - οὕτω συχν. καὶ ἐν τῷ μέσ., ὁ αὐτ. 1. 28, 9., κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι ἄχρηστος, ἀνωφελής, ὁ αὐτ. 16. 3, 5. - Παθ., περιέχομαι εἰς ἀμηχανίαν, στενοχωρίαν, ὑπό τινος Ἀθήν. 634Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. causer de l’embarras;
II. intr. 1 être peu utile ou incommode;
2 être dans l’embarras.
Étymologie: δύσχρηστος.
Spanish (DGE)
1 mostrarse hostil c. dat. de pers. Ῥωμαίοις ... ἐν πᾶσι δυσχρηστεῖν Plb.27.7.10
•c. giro prep. enfadarse ἐδυσχρήστησαν ... διὰ τὸ μὴ γίνεσθαι τὴν ἀπόφασιν ἀκόλουθον τῇ προγενομένῃ λαλιᾷ se enfadaron por no encajar esta afirmación con sus palabras anteriores Plb.21.4.14.
2 tener dificultades, verse en aprietos c. giro prep. expr. la causa δυσχρηστοῦσι διὰ τὸ βάρος τῶν πλοίων se ven en apuros por la pesadez de las naves Plb.1.51.6, ἡ δὲ σύγκλητος ... δυσχρηστοῦσα διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξελέγχεσθαι el senado viéndose en aprietos por ser acosado por doquier Plb.30.32.6
•abs. ὁ κινδυνεύων ... ὅταν δὲ δυσχρηστῶν ἀπογνῷ el que corre peligro, cuando en medio de sus dificultades se desespera ... Plb.4.60.8, ὅτε ... δυσχρηστοίη τὰ ... σκάφη Plb.2.10.4, en v. med.-pas. mismo sent., c. dat. δυσχρηστούμενος τοῖς λόγοις viéndose en dificultades con los argumentos Plb.3.11.4, δυσχρηστούμενον οὖν τῇ βρώσει Ath.91d, sin rég. μάλιστα δυσχρηστηθεὶς Ἀννίβας Plb.9.26.3, cf. 1.18.7, 28.9, 87.7, 3.107.5, 8.6.5, 20.1, 18.35.6, 20.5.8
•verse imposibilitado c. dat. de causa o giro prep. δυσχρηστεῖν ταῖς εἰρεσίαις verse imposibilitados en los movimientos de remos Plb.16.3.10, τὸ δυσχρηστεῖν περὶ τὴν ἔξοδον Plb.1.75.7, ἵππος ... ἐδυσχρήστησε μὲν ὑπὸ τῆς πληγῆς Plb.35.5.2, tb. en v. med. (ἡ ναῦς) τοῖς ὅλοις ἐδυσχρηστεῖτο καὶ δυσκίνητος ἦν Plb.16.2.5, διὰ τὰς δυσχωρίας τῶν τόπων Plb.2.6.4, περὶ τὸν Πείθωνα D.S.18.39, ἐπὶ τούτοις D.S.19.77.
3 medic. sufrir, estar enfermo en v. med. πλευροῖς τε καὶ θώρακι δυσχρηστούμενος Gal.14.120.
Greek Monotonic
δυσχρηστέω: μέλ. -ήσω, βρίσκομαι σε δυσκολία ή θλίψη, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
δυσχρηστέω:
1) причинять затруднения (ἐν πᾶσι Polyb.);
2) преимущ. med. быть в затруднении, не знать, как быть (περί и διά τι, med. τινι, ἔν τινι, περί и πρός τι Polyb., ἐπί τινι Diod.);
3) med. быть бесполезным, выбыть из строя (ἡ ναῦς ἐδυσχρηστεῖτο καὶ δυσκίνητος ἦν Polyb.).
Middle Liddell
δυσχρηστέω, fut. -ήσω
to be in difficulty or distress, Polyb. [from δύσχρηστος