νώτισμα

From LSJ
Revision as of 18:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νώτισμα Medium diacritics: νώτισμα Low diacritics: νώτισμα Capitals: ΝΩΤΙΣΜΑ
Transliteration A: nṓtisma Transliteration B: nōtisma Transliteration C: notisma Beta Code: nw/tisma

English (LSJ)

ατος, τό, (νωτίζω II)

   A that which covers the back, e.g. wings, Trag.Adesp.541.

German (Pape)

[Seite 273] τό, was man auf dem Rücken hat, von den Flügeln der Sphinx, poet. bei Stob. fl. 64, 32.

Greek (Liddell-Scott)

νώτισμα: τό, (νωτίζω) τὸ καλύπτον τὰ νῶτα, π.χ. πτέργυγες, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ (?) παρὰ Στοβ. 403. 1, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοίν. 663.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on a sur le dos.
Étymologie: νωτίζω.

Greek Monolingual

νώτισμα, τὸ (Α) νωτίζω
καθετί που φέρει κάποιος στα νώτα του.

Greek Monotonic

νώτισμα: -ατος, τό (νωτίζω), αυτό που καλύπτει την πλάτη, λέγεται για φτερά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νώτισμα: ατος τό украшение спины (о крыльях Сфинкса) Eur.

Middle Liddell

νώτισμα, ατος, τό, νωτίζω
that which covers the back, of wings, Eur.