καλλυντήριος

From LSJ
Revision as of 20:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλυντήριος Medium diacritics: καλλυντήριος Low diacritics: καλλυντήριος Capitals: ΚΑΛΛΥΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kallyntḗrios Transliteration B: kallyntērios Transliteration C: kallyntirios Beta Code: kallunth/rios

English (LSJ)

ον,

   A of or for beautifying: hence τὰ Κ., a festival on the 19th Thargelion, when the statue of Athena Polias was fresh adorned, Phot., EM487.13.

German (Pape)

[Seite 1312] ον, schön machend, schmückend; τὰ καλλυντήρια, ein Fest in Athen, am 19. Thargelion gefeiert, B. A. 270, 1 u. Phot., wie πλυντήρια.

Greek (Liddell-Scott)

καλλυντήριος: -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ καλλύνειν, «καλλυντήρια· κοσμητήρια» Ἡσύχ.· τὰ καλλυντήρια, ἑορτὴ κατὰ τὴν 19ην του Θαργηλιῶνος, ὁπότε τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς ἐκ νέου ἐκαλύνετο, δηλ. ἐκοσμεῖτο, Φώτ., Ἐτυμολ. Μ. 487. 13· πρβλ. Πλυντήρια.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α καλλυντήριος, -ον) καλλύνω
ο κατάλληλος να καλλύνει, να ομορφαίνει, ο καλλωπιστικός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το καλλυντήριο
μέρος ή εργαστήριο καλλωπισμού
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Καλλυντήρια
εορτή που γινόταν στην Αθήνα από τις 19 ώς τις 25 του μήνα Θαργηλιώνος προς τιμή της Πολιάδος Αθηνάς, κατά την οποία έπλεναν και στόλιζαν το άγαλμα της θεάς.