κρουματικός
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for playing on a stringed instrument, σοφίη AP11.352.2 (Agath.): in a general sense, ἡ κ. μουσικὴ ἡ διὰ τῶν αὐλῶν Suid.s.v. Ὄλυμπος; διάλεκτος κ. style in playing, Plu.2.1138b; λέξεις κρουσματικαί sounds of music, i.e. inarticulate sounds without sense, Plb.3.36.3.
German (Pape)
[Seite 1514] zum Schlagen, bes. zum Spielen eines Saiteninstruments, das mit dem Plektrum geschlagen wird, gehörig; κρουματικὴ σοφίη, die Kunst des Saitenspiels, Agath. 68 (XI, 352); διάλεκτος κρ., der Ausdruck im Spielen eines Instruments, Plut. de mus., v. l. κρουσματικός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κρουματικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παίζειν ἐπὶ ἐγχόρδου ὀργάνου, σοφίη Ἀνθ. Π. 11. 352· κρ. μουσική, ἐνόργανος, Σουΐδ. ἐν λ. Ὄλυμπος· διάλεκτος κρ., ἔκφρασις ἐν τῷ παίζειν ὄργανον, Πλούτ. 2. 1138Β· λέξις κρ., ἦχος ἢ τόνος ἐνοργάνου μουσικῆς, δηλ. ἄναρθρος ἦχος ἄνευ ἐννοίας, Πολύβ. 3. 36, 3, πρβλ. 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ιδ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’action de frapper un instrument à cordes avec le plectre : διάλεκτος κρουματική PLUT expression dans le jeu du plectre.
Étymologie: κροῦμα.
Greek Monolingual
κρουματικός, -ή, -όν (Α) κρούμα
1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου
2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» — η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνου
β) «λέξεις κρουματικαί» — ο ήχος έγχορδου οργάνου ή, κατ' επέκταση, άναρθρος ήχος.
Greek Monotonic
κρουματικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παίξιμο έγχορδου οργάνου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κρουμᾰτικός: v. l. κρουσμᾰτικός 3
1) касающийся игры на струнном инструменте (σοφίη Anth.): αἱ κρουσματικαὶ διάλεκτοι Plut. музыкальные фразы;
2) пустозвонный, бессодержательный (λέξεις Polyb.).
Middle Liddell
κρουματικός, ή, όν
of or for playing on a stringed instrument, Anth.