λυσσαλέος

Revision as of 22:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ον,

   A raging mad, κύνες A.R.4.1393; also λ. μανίη Man.4.539.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσᾰλέος: -α, -ον, λυσσῶν, λυσσασμένος, μανιώδης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1393.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λυσσαλέος, -έα, -ον)
1. αυτός που πάσχει από λύσσα
2. μτφ. πολύ οργισμένος ή πολύ ορμητικός («λυσσαλέα επίθεση»).
επίρρ...
λυσσαλέως και -έα
με λύσσα, με μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. πειν-αλέος, ρωμ-αλέος)].