κατάνευρος
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ον,
A full of nerves or sinews, μέρη, τόπος, Hippiatr.57, 96.
German (Pape)
[Seite 1365] nervig, voll Nerven, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
κατάνευρος: -ον, πλήρης νεύρων ἢ ἰνῶν, νευρώδης, Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
κατάνευρος, -ον (Μ)
γεμάτος νεύρα ή ίνες («κατάνευρα μέρη», Ιππιατρ.).